- ἐννεάφωνος
- ἐννεά-φωνος, neunstimmig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εννεάφωνος — ἐννεάφωνος, ον (Α) αυτός που έχει εννέα μουσικούς φθόγγους («ἐννεάφωνος σῡριγξ», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
ἐννεάφωνον — ἐννεάφωνος masc/fem acc sg ἐννεάφωνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek